Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ – ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Κείμενο του Διονύση Διβάρη

Η σημερινή κρίση είναι οικονομική, πολιτική και ηθική, και τα μέτρα για την έξοδο από αυτήν είναι αλληλένδετα. Κανένα οικονομικό μέτρο δεν θα αποδώσει αν δεν αποκατασταθεί η ηθική αξιοπιστία της Πολιτείας, κανένα πολιτικό μέτρο δεν είναι δυνατό χωρίς μεγάλη κινητοποίηση των πολιτών, καμία κινητοποίηση και ηθική ανάταση δεν είναι δυνατή χωρίς οικονομική ανακούφιση των ασθενέστερων.

Σ’ αυτή τη βάση θεωρούμε τα ακόλουθα μέτρα ως βάση για συζήτηση μεταξύ των οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων αλλά και των πολιτών πέρα από αυτές.

1) Άμεσος αφοπλισμός της αστυνομίας, πλην ειδικών δυνάμεων κατά του οργανωμένου εγκλήματος. Ανεξάρτητος δημόσιος έλεγχος από τον Συνήγορο του Πολίτη. Δικηγόρος σε κάθε αστυνομικό τμήμα.

2) Διετής αναστολή κατασχέσεων-πλειστηριασμών για την επιδίωξη τραπεζικών δανείων και πιστώσεων. Περιορισμός τόκων στο ισόποσο του κεφαλαίου.

3) Ανάπτυξη δανείων εργατικής κατοικίας μέσω ΟΕΚ και ΤΠΔ (για δημοσίους υπαλλήλους). Απαλλαγή α’ κατοικίας από ΦΠΑ μέχρι [150.000 Ε].

4) Δικαίωμα ημερήσιου δελτίου τροφίμων (βασικές ανάγκες) για όλους που υποβάλλουν φορολογική δήλωση μέχρι [14000 Ε] ετησίως ή δεν υποβάλλουν. Σχολικό συσσίτιο στα δημόσια σχολεία.

5) Συγκροτείται οργανισμός βοηθητικός της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Δασαρχείου, στον οποίο έχουν δικαίωμα όλοι να εργαστούν, με βασικό ημερομίσθιο. Τριετής εργασία χωρίς παράπτωμα ή καταδίκη νομιμοποιεί κάθε μετανάστη.

6) Σε κάθε δημόσια υπηρεσία ιδρύεται γραφείο Συνήγορου του Πολίτη, πλαισιωμένο με Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και επιτροπή πολιτών (εθελοντική ή εκλεγμένη). Το Γραφείο εξετάζει αμέσως κάθε παράπονο, και εισηγείται μέτρα τα οποία είναι υποχρεωτικά για τη Διοίκηση.

7) Κενά ή εγκαταλειμμένα κτίρια επιτάσσονται, γίνονται αναγκαίες επισκευές, το Δημόσιο προχωρεί σε εκμετάλλευση και λογοδοτεί στον ιδιοκτήτη μετ’ αφαίρεση διαχειριστικής αμοιβής και εξόδων.

8) Μισθοί-συντάξεις Δημοσίου άνω του τριπλασίου βασικού μισθού εξοφλούνται με ομόλογα Δημοσίου κατά το υπερβάλλον. Καταργείται κάθε διαφήμιση Δημοσίου. Αυστηρές περικοπές εκδηλώσεων κλπ δαπανών.

9) Εφόσον η Εκκλησία διατηρεί περιουσία, το Δημόσιο ουδέν καταβάλλει σε αυτήν. Μισθοδοσία κληρικών από το Δημόσιο καταργείται.

10) Περιορισμός στο ελάχιστο του ΦΠΑ επί τροφίμων και παιδικής ένδυσης. Κατάργηση χαρτοσήμου και εισφοράς 0,6% επί τόκων δανείων (Ν.128 ως ισχύει).

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Κείμενο του Θάνου Κωτσόπουλου

Είναι εκείνος που οραματίζεται έναν κόσμο στον οποίο θα αναγνωρίζεται η αξία του κάθε ατόμου, ενός κόσμου που βασίζει την πολιτική διεύθυνση και τις διεθνείς σχέσεις στις ηθικές αρχές και αξίες του ανθρωπισμού.
Απαιτεί για όλο τον κόσμο ένα ικανοποιητικό και οπωσδήποτε αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (διατροφής, στέγασης, ένδυσης, υγείας).
Τοποθετεί την αξία του ανθρώπου πάνω από τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της ανθρώπινης ζωής πάνω από οποιοδήποτε άλλο σκοπό.
Διεκδικεί τη γενική, δημόσια και δωρεάν παιδεία την οποία θεωρεί, μαζί με την ελευθερία της τέχνης και της έκφρασης συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής συγκρότησης. Διεκδικεί ίσες ευκαιρίες για όλους και μάχεται για την κατάργηση κάθε είδους κοινωνικής διάκρισης.


Χαρακτηρίζει τον εαυτό του ριζοσπάστη κατά τούτο: επιδιώκει σαρωτικές αλλαγές στη νομοθεσία και στο σύστημα διακυβέρνησης προκειμένου να ικανοποιηθούν ανθρώπινες ανάγκες και δεν αρκείται σε μικρές μεταρρυθμίσεις οι οποίες στοχεύουν απλώς σε επιδιορθώσεις του καπιταλισμού.
Δεν αδιαφορεί για κάθε επιμέρους και μικρή βελτίωση και αντιμετωπίζει ευνοϊκά την προώθηση μεταρρυθμίσεων, σύμφωνα με την αρχή της μετατροπής των αντιθέσεων σε θετικές ενέργειες.
Έχει όμως έναν σαφή προσανατολισμό: την κατάργηση του κυριότερου αιτίου γι αυτόν τον μη ανθρώπινο κόσμο, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Έχει επίγνωση ότι χωρίς σκληρούς κοινωνικούς αγώνες, μετωπικές συγκρούσεις μεταξύ της δημοκρατικής πλειοψηφίας του τίμιου μόχθου και της ολιγαρχικής ελίτ της κερδοσκοπίας δεν θα κερδηθούν ουσιαστικά δικαιώματα και δεν θα κρατηθούν οι κατακτήσεις. Ο ρόλος επομένως της δύναμης: κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής πρέπει να αναγνωρίζεται και να θεωρείται προαπαιτούμενο στην αναμέτρηση με τον καπιταλισμό. Όσο λιγότερο ισχυρό είναι το ριζοσπαστικό μέτωπο τόσο λιγότερο αυτόνομα μπορούν να καθορίζονται οι επιλογές του.
Μέσα σ’ αυτό πλαίσιο εντάσσεται και το αίτημα της προάσπισης της αυτονομίας του εθνικού χώρου απέναντι στις απειλές που προέρχονται από στρατηγικούς σχεδιασμούς του μεγάλου κοσμοπολιτικού μονοπωλιακού καπιταλισμού σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας, της ιστορίας και της πολιτισμικής ταυτότητας οποιουδήποτε λαού.

Χαρακτηρίζει τον εαυτό του προοδευτικό γιατί αναγνωρίζει ότι τόσο οι μικρές όσο και οι μεγαλύτερες αλλαγές δεν θα ευδοκιμήσουν αν προκληθούν με βίαιες μεθόδους, χωρίς τη συναίνεση της κοινωνίας. Ο προοδευτικός ριζοσπάστης καλλιεργεί συνειδητά τις δυνατότητες φιλίας και συνδιαλλαγής, της εποικοδομητικής κριτικής και των συμπράξεων.
Αυτό δε σημαίνει ότι δεν αφουγκράζεται τα μηνύματα της γλώσσας της βίας και ότι δεν διακρίνει αφενός μεν την κατασταλτική κρατική βία και αφετέρου τα ξεσπάσματα των αδικημένων και στερημένων. Αποδέχεται όμως εντέλει τη δημοκρατία ως τον μόνο τρόπο για να λύσει η κοινωνία με υπομονή και επιμονή τα προβλήματά της. Πιστεύει με αισιοδοξία στις δυνατότητες τόσο της λογικής όσο και του συναισθήματος να εμπεδώσουν στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας την ορθότητα και αναγκαιότητα της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρηνικής συνύπαρξης και των φιλικών σχέσεων ανθρώπινου και φυσικού κόσμου, αξίες οι οποίες δεν συμβιβάζονται με το καπιταλιστικό σύστημα.
Κατά τούτο οφείλει να βρίσκεται κοντά στο λαό, όχι ως λαϊκιστής, αλλά ούτε και ως αλαζονική πρωτοπορία. Η πρόοδος συντελείται με βάση μια συλλογική συνείδηση στη διαμόρφωση της οποίας συνεπιδρούν εποικοδομητικά όχι μόνο ηγετικές δυνάμεις από το πολιτικό, το επιστημονικό ή το καλλιτεχνικό πεδίο αλλά και από την όσο περισσότερο αμεσοδημοκρατική έκφραση των «απλών» πολιτών, της βάσης.

Συνέπεια των παραπάνω είναι ότι ο προοδευτικός ριζοσπάστης αναγνωρίζει τον καίριο και καταλυτικό ρόλο της οργανωμένης δράσης. Δεν εγκαταλείπει τη διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης στα ΜΜΕ και τους άλλους αστικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να αφήσει τη μοίρα της κοινωνικής αλλαγής στα δοκιμασμένα κοινοβουλευτικά κόμματα (φιλελεύθερα ή σοσιαλδημοκρατικά), πόσο μάλλον όταν αυτά παρουσιάζουν μονολιθική προσαρμογή στις κυρίαρχες συνταγές του νεοφιλελευθερισμού, αλλά ότι χρειάζονται ανεξάρτητες, μη κηδεμονευόμενες από μεγάλα συμφέροντα μορφές οργάνωσης.

Ωστόσο, σ’ αυτή τη συγκυρία, στο δίλημμα «κατασκευή νέων επινοημένων πολιτικών οργανώσεων» ή «κινηματικές δράσεις και πρωτοβουλιακή αυτοργάνωση» είναι καλύτερο το δεύτερο. Σε μια στιγμή που τόσο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όσο και στην Ελλάδα, το σύστημα προετοιμάζεται με ανακαινίσεις, νέα σκηνικά, κοστούμια και ρόλους, με απίθανους εθνοσωτήρες γνωστής ή άγνωστης κοπής καλύτερη είναι η εμπιστοσύνη στη μαζική κινηματική δράση, όπως τόσο αναπάντεχα και θαυμαστά συμβαίνει αυτή τη στιγμή με το κίνημα και την πολιτικοποίηση των μαθητών και των νέων.
Όταν υπάρχουν αιτήματα που προέρχονται και υποστηρίζονται από μαζικές δράσεις, η κριτική στο περιεχόμενό τους έρχεται σε δεύτερη μοίρασε σχέση με το κύριο: την αξία της διεκδικητικής αυτονομίας. Ο ριζοσπαστικός ακτιβισμός έχει αυτή τη στιγμή μια ιδιαίτερη βαρύτητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πλευρές του με σοβαρά μειονεκτήματα. Προέχει όμως η αναζωογόνηση των κινημάτων, η επανάκτηση της εμπιστοσύνης στις δυνάμεις που έχει ο λαός και η συνειδητοποίηση πως εντέλει μόνο τα ξεσηκώματά του τρομάζουν τις δυνάμεις της συντήρησης.
Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένας πολιτικός φορέας αναμφισβήτητα αποδεκτός και ικανός να εκφράσει και να μετουσιώσει τη νέα κατάσταση ο προοδευτικός ριζοσπάστης θα πρέπει να χρησιμοποιήσει όσο καλύτερα τις διαθέσιμες δυνατότητες. Υπήρξαν πολιτικές παρεμβάσεις στα πρόσφατα γεγονότα οι οποίες δεν ήταν τέλειες αλλά όχι και απαράδεκτες. Υπάρχουν περιθώρια διαλόγου και βελτίωσης στη στάση ορισμένων πολιτικών δυνάμεων ή μεμονωμένων πολιτικών. Σημασία έχει η επίτευξη ενότητας διαλόγου και κοινών δράσεων. Υπάρχουν ομάδες πρωτοβουλίας που διαβουλεύονται ή επιθυμούν να δράσουν. Υπάρχουν ακόμη και παρέες, συντροφιές ανθρώπων που θέλουν με κάποιο τρόπο να πάρουν μέρος στο νέο αυτό, ελπιδοφόρο, ξεκίνημα του 21ου αιώνα. Υπάρχει και η δυνατότητα του καθενός ως ατόμου. Έχει σημασία για όλους η αλλαγή στάσης. Πρέπει να μπει ένα τέλος στην εποχή της θλίψης. Η γενιά της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα τείνει το χέρι σε νέους αγώνες.

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

ΝΕΟ: Πέρα από το ιστολόγιό μας μπαίνει "στα σκαριά" ο νέος μας ιστότοπος. Επισκεφθείτε τον στη διεύθυνση ή απλώς πατείστε με το ποντίκι: http://sites.google.com/site/sympolites/

Παρακαλούνται οι φίλοι της ιστοσελίδας, ιδίως όσοι συμμετείχαν στις τελευταίες διασκέψεις, να στείλουν ένα ηλεκτρονικό μήνυμα με σχόλια ή παρατηρήσεις στη διεύθυνση thakot@otenet.gr για καλύτερη επικοινωνία και δικτύωση.

Ακολουθούν κείμενα των: Διβάρη Διονύση, Καραποστόλη Βασίλη, Κουμάνταρου Δημήτρη, Κωτσόπουλου Θάνου, Οικονόμου Γιώργου

ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

του Θάνου Κωτσόπουλου

Βαθύτερο κίνητρο, πιστεύω, για καθέναν από τους «12» -όπως συμβατικά ονομάσαμε την αρχική Ομάδα Πρωτοβουλίας- δεν υπήρξε η δημιουργία πολιτικής οργάνωσης αλλά η ψυχική επαφή και επικοινωνία σε ένα τοπίο κρίσης, κυνισμού, διαφθοράς και συναλλαγής. Υπήρχε φυσικά ένα πολιτικό υπόβαθρο στη σχέση μας: αφενός ότι ανήκουμε στην ίδια γενιά και αφετέρου ότι ουδέποτε απαρνηθήκαμε την ιδιότητα του ενεργού πολίτη που θέλει να παρεμβαίνει χωρίς ιδιοτέλεια στα κοινά.
Στη διάρκεια της πρώτης πολύμηνης περιόδου οι «12» αναζήτησαν μορφές πολιτικής δράσης και έκφρασης με γνώμονα το καλό του τόπου. Την υπέρβαση του δικομματισμού, τη δημιουργία ενός χώρου επικοινωνίας για πολίτες αποκλεισμένους από το δημόσιο διάλογο. Προσδοκία και σκεπτικισμός, αυτοπεποίθηση και δισταγμός, ελπίδα και αμφιβολία ήταν τα συναισθήματα που οριοθέτησαν την προσπάθειά μας να φτάσουμε σε μια πρώτη δημόσια έκκληση.
Κάτι που έγινε με την πρώτη ανοιχτή μαζική συγκέντρωση στο αμφιθέατρο του Ε.Ι.Ε. στις 19 Ιουνίου 2008.
Η συγκέντρωση εκείνη είχε επιτυχία, υπό την έννοια ότι προσήλθαν παλιοί φίλοι και γνώριμοι με ανάμεικτες μεν διαθέσεις αλλά με όρεξη για συνέχιση της προσπάθειας.
Το ίδιο το γεγονός της αναζήτησης ενός ανοιχτού, μη κομματικού χώρου από ανθρώπους με πολιτική εμπειρία και γνώσεις έδειχνε κάτι. Όλοι όσοι συμμετείχαν ή έδειξαν ενδιαφέρον θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρούν ότι καλύπτονται από τις ήδη υπάρχουσες λύσεις που προσφέρουν οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις. Κι όμως, υπάρχει η ανάγκη για κάτι περισσότερο, με στοιχεία διαπροσωπικής επικοινωνίας, ήθους, πολιτισμού. Κανείς δεν θέλει αλλά και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα χώρο ώριμων και χειραφετημένων πολιτών για καπέλωμα ή προσωπικό όφελος. Αυτά όλα ήταν, νομίζω, φανερά στη συγκέντωση της 19ης Ιουνίου.
Γι αυτό και η αρχική επιτροπή πρωτοβουλίας των «12» διευρύνθηκε με τη συμμετοχή σημαντικών και αξιόλογων προσώπων που αναζωογόνησαν και εμπλούτισαν την ομάδα πρωτοβουλίας.
Το διάστημα των 4 μηνών που ακολούθησε παρουσίασε νέες δυσκολίες, αφού ορισμένα παλαιότερα μέλη των «12» βρέθηκαν σε αντικειμενική αδυναμία να προσφέρουν τη συμμετοχή τους στην ομάδα (χωρίς όμως να άρουν την εμπιστοσύνη τους ή την ηθική τους συμπαράσταση), ενώ μια καινούργια ώσμωση και ανασύνθεση άρχισε να δημιουργείται μεταξύ των νέων μελών, όπως άλλωστε ήταν φυσικό. Σ’ αυτή τη δεύτερη φάση της Πρωτοβουλίας, την οποία και πάλι συμβατικά ονομάσαμε της «19ης Ιουνίου», συνειδητοποιήθηκαν οι κρίσιμες αδυναμίες του εγχειρήματος. Ότι δηλαδή δεν μπορεί να λειτουργήσει το σχήμα αυτό με πρόσωπα που διαρκώς εναλλάσσονται, χωρίς μια σαφέστερη οργανωτική δομή και, το κυριότερο, χωρίς ταυτότητα. Η απόπειρα να συνταχθεί ένα κείμενο, με τίτλο «Ποιοι είμαστε και τι θέλουμε», δεν απέδωσε ουσιαστικά. Το κείμενο αυτό εντέλει δεν συνιστούσε την ειδοποιό διαφορά και, σωστά, επικρίθηκε ως πλαδαρό, γενικόλογο και ανεπαρκές για να εκφράσει το στίγμα μας.
Καθώς προχωρούσε το εγχείρημα αυτό στο χρόνο, τουλάχιστον από πλευράς μου, γινόταν όλο και πιο σαφές ότι δεν αποτέλεσε μια ευκαιριακή, παρορμητική και επιπόλαιη εκδήλωση. Ο στόχος που εμένα ενδιέφερε από την αρχή δεν ήταν προφανώς να κάνουμε κόμμα ή γκρουπούσκουλο αλλά να δημιουργήσουμε ένα χώρο (άλλον ένα, αν θέλετε) στον οποίο να μπορούν πολίτες (είτε ανήκουν σε κόμματα είτε όχι) να εκφραστούν με ένα διαφορετικό τρόπο για τα πολιτικά πράγματα. Έτσι όπως δεν μπορούν να το κάνουν ούτε στην κομματική τους οργάνωση, ούτε στο συνδικάτο ούτε στην όποια επιτροπή του Δήμου. Θα μου πει κανείς και γιατί δεν προχωρήσαμε στη δημιουργία χώρου δημοσιεύσεων. Κάναμε μια υποτυπώδη προσπάθεια με το ιστολόγιό μας. Η συμμετοχή μικρή, για διάφορους λόγους. Πιστεύω πως υπάρχει πολύς κόσμος που δεν μπορεί ή δεν θέλει να γράφει άρθρα. Ίσως ούτε ένα απλό σχόλιο σε μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο. Αντίθετα χρειάζεται την αμεσότητα, την προσωπική επαφή, τη συνελευσιακή διαβούλευση, την προφορική εναλλακτική ενημέρωση, τη συμμετοχή σε αποφάσεις.
Η δική μας απόπειρα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις θέσεις και τα προγράμματα των κομμάτων τα οποία στο κάτω-κάτω τα έχουν επεξεργαστεί συλλογικότητες ευρύτερες και εγκυρότερες από τη δική μας.
Η δική μας απόπειρα δεν μπορεί να υποκαταστήσει ούτε την ακτιβιστική δράση των οργανωμένων δυνάμεων παρά να έχει μια οριακή παράπλευρη συμμετοχή.
Η δική μας απόπειρα είχε ένα μοναδικό και πολύ σημαντικό στοιχείο: μια υπόσχεση ελεύθερης, μετα-κομματικής σύνδεσης και επικοινωνίας των πολιτών με κυρίαρχο στοιχείο την ιδέα της ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ.
Δεν ζητάμε από τον πολίτη να μας «ακολουθήσει» σε κάτι, ο καθένας έχει τη δική του ωριμότητα, τις δικές του επιλογές. Τον καλούμε μόνο να έρθει σε επαφή και συνεννόηση με το συμπολίτη του σε ένα χώρο που κανείς άλλος αυτή τη στιγμή δεν του προσφέρει. Αυτό το χώρο θέλουμε να δημιουργήσουμε. Περιλαμβάνει ασφαλώς και την έντυπη και ηλεκτρονική επικοινωνία. Αλλά περισσότερο προϋποθέτει ένα δίκτυο το οποίο δεν θέτει καμιά άλλη προϋπόθεση παρά τις αξίες της αυτονομίας και του ήθους του προσώπου.

Στη σύσκεψη της Πρωτοβουλίας που πραγματοποιήθηκε στο President στα μέσα Οκτωβρίου οι αδυναμίες διαπιστώθηκαν με το λόγο ή τη σιωπή, με το νου ή με τη διαίσθηση. Οι νέοι φίλοι που μας πλαισίωσαν υπέδειξαν να συγκροτηθεί μια σταθερή ομάδα η οποία να αποτελέσει τον υποτυπώδη οργανωτικό κορμό για την –όποια– συνέχιση της απόπειρας, μια σχετική πρόταση είχα κάνει κι εγώ, μπορεί να συζητηθεί αν αυτό αξίζει να γίνει.
Μετά το πέρας της σύσκεψης ακολούθησε μια σιωπή, ίσως αναγκαία για να μπορέσει ο καθένας να σταθμίσει τι θέλει και τι πρέπει να κάνει. Ωστόσο, αυτή η σιωπή δεν είναι καλό να συνεχιστεί, γιατί θα παγιωθεί ως σιωπηρή συγκατάθεση στην απόλυτη διαγραφή της προσπάθειας που έγινε. Θέλουμε κάτι τέτοιο; Οφείλουμε να μιλήσουμε καθαρά, να πει ο καθένας τι σκέφτεται.

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Ο λόγος σ' εκείνους που αγωνίζονται, προσφέρουν, δημιουργούν

του Βασίλη Καραποστόλη

Μια από τις βασικές δράσεις της «Πρωτοβουλίας» θα μπορούσε να είναι ο εντοπισμός και η προβολή δημιουργικών πράξεων από μέρους ατόμων ή ομάδων σε διάφορους επαγγελματικούς ή κοινωνικούς χώρους. Μέλημά μας θα είναι να παρουσιαστεί αφενός η ευρηματικότητα και η διάθεση για προσφορά προς το κοινωνικό σύνολο των ενεργητικών αυτών ανθρώπων και αφετέρου οι δυσκολίες και τα εμπόδια τα οποία συνάντησαν ή συναντούν ακόμη. Τα εμπόδια αυτά είναι ποικίλα: προκαταλήψεις, παραγκωνισμοί, αποκλεισμοί, κομματικές σκοπιμότητες. H «Πρωτοβουλία» θα αναλάβει να δείξει ότι μερικές φορές πραγματοποιούνται άλματα πάνω από τέτοιους φράχτες, πως υπάρχουν ακόμη κάποιοι που αγωνίζονται για να ολοκληρώσουν ένα έργο θετικό και δημιουργικό εις πείσμα της γενικευμένης πλέον αίσθησης ότι στη χώρα μας οι συγκεκριμένες προσπάθειες για συγκεκριμένες λύσεις προβλημάτων είναι σχεδόν συνώνυμες με τη ματαιοπονία. Σε σχέση μ’ αυτό αξίζει να σημειωθεί και η μεθοδική αποσιώπηση από τα ΜΜΕ θετικών ενεργειών, ενώ, αντίθετα, με κάθε τρόπο τα ίδια τα ΜΜΕ αυτοδιαφημίζονται μπροστά στο κοινό τους ως οι μόνοι ανιχνευτές ενός Κακού δήθεν ανεξάλειπτου, ριζωμένου μέσα στη «συλλογική ψυχή» των Ελλήνων, ψυχή της οποίας τα ελαττώματα και τις διαστροφές αποκαλύπτουν καθημερινά τα δελτία ειδήσεων. Στην πραγματικότητα μια και μόνη είδηση μεταδίδεται: ότι τίποτα δεν αλλάζει –είμαστε αυτοί που είμαστε και το μόνο που μένει είναι να παρακολουθεί ο καθένας στην οθόνη ομοιώματα του εαυτού του να ελίσσονται, να εξαπατούν, να διαπληκτίζονται με άλλους χωρίς να διαφαίνεται η παραμικρή πιθανότητα για ορισμένες συμφωνίες στο όνομα του κοινού συμφέροντος. Στο μέτρο των δυνάμεών της η «Πρωτοβουλία» θα επιχειρήσει να ανοίξει, σταδιακά, ένα διαφορετικό πεδίο δημοσιότητας. Όχι τόσο για να τονώσει τελετουργικά απλώς με κάποιους επαίνους μερικούς συμπολίτες μας, επίμονους στις αρχές τους, όσο για να καταστήσει ορατή, αισθητή, ιδίως στης νεώτερες γενιές, τη δυνατότητα οι «αποκλίνοντες» αυτοί να γίνουν περισσότεροι. Ίσως το ότι είναι πολύ λίγοι, ελάχιστοι είναι ένα γεγονός στο οποίο συμπυκνώνονται το ηθικό, το πνευματικό και το πολιτικό πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα. Και απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα η «Πρωτοβουλία» μπορεί να αναπτύξει μια δράση που να συνδυάζει την έρευνα και τη δημόσια συζήτηση με την πρακτική παρέμβαση.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Ένα αίνιγμα

του Δημήτρη Κουμάνταρου

Τι σχέση έχουν μεταξύ τους;
Το Βατοπέδιο, η ορθο-δοξία, η μισαλλοδοξία, ο μοναχισμός, ο πλουτισμός, ο προσκυνητισμός.
Ο ζάπλουτος γάμος στη Θεσσαλονίκη, του και νυν αντιπροέδρου του ποδοσφαιρικού «ΗΡΑΚΛΗ», μεγαλοδημοσιογράφου «υπερασπιστή του λαού», που ερχόταν πρώτος στην τηλεθέαση.
Ο ζάπλουτος γάμος του αυτοαποκαλούμενου σοσιαλιστή, υπαπιστή πρώην πρωθυπουργού, στο Παρίσι.
Η παρουσίαση του γάμου μεγαλοδικηγόρου με μανεκέν και στη συνέχεια της αντιδικίας μεταξύ τους, από υποτιθέμενα έγκαιρα κι έγκυρα δελτίων ειδήσεων της τηλεόρασης.
Η ανάδειξη της ιδεολογίας της «Μαύρης Τρύπας» από τις πιο προβεβλημένες στήλες, της υποτιθέμενης πιο προοδευτικής εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας.
Ο πάλαι ποτέ διορισμός, από «σοσιαλιστική» κυβέρνηση, διευθυντή της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία Κυριακάτικης εφημερίδας σε διοικητή του Αγίου Όρους.
Ο έλεγχος της ροής της πληροφόρησης από 10 συγκεκριμμένα άτομα-ιδιοκτήτες ΜΜΕ με συγκεκριμμένη ιδιοσυγκρασία και συγκεκριμμένες δραστηριότητες.
Η ανάδειξη δίπλα σε όλους ανεξαίρετα τους πρώην πρωθυπουργούς ατόμων «που δεν τους ήξερε ούτε ο θυρωρός τους» σε κορυφαίους συμβούλους.
Ο πάλαι ποτέ γραμματέας σοσιαλιστικού κόμματος που περνούσε τον καιρό του παίζοντας συναλλαγές δισεκατομμυρίων στο χρηματιστήριο.
Ο υπουργός που φοροδιεύφεγε μέσω εταιριών στο εξωτερικό, ο υπουργός του ΙΚΑ που δεν πλήρωνε εισφορές στο ΙΚΑ, ο υπουργός Πολεοδομίας που δεν τηρούσε τους κανόνες της πολεοδομίας.
Ο καναλάρχης εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή που καταδικάστηκε για βαρβάτες πολεοδομικές παραβάσεις, δίχως ποτέ να εφαρμοσθεί η καταδίκη του.
Ο διευθυντής της Siemens στην Ελλάδα που αποδεδειγμένα λάδωνε, αλλά μέχρι τώρα δεν ανακρίθηκε, το ομολογημένο λάδωμα από την ίδια εταιρεία κομμάτων που, συναινετικά, ξεχάστηκε, καθώς και το ποιός συνεργαζόταν με την Siemens για χρόνια στην Ελλάδα και τυγχάνει να ήταν πρώην πράκτορας μυστικών υπηρεσιών πρωην χώρας του ανατολικού μπλοκ και νυν να έχει έδρα στο όνομα του πάλαι ποτέ κομμουνιστή πατρός του στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ.
Τα ντολμαδάκια στη Κρήτη του πατρός Μπους που πριν γίνει πρόεδρος ήταν κι επικεφαλής της CIA.
O νυν κληρονομικός, ελέω ονόματος, πρόεδρος σοσιαλιστικού κόμματος που κυβέρνησε την Ελλάδα 20 χρόνια και στο πρόσφατο συνέδριό του κόμματος, όπως κι ο προκάτοχός του πρόεδρος, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να πεί ούτε μια λέξη για τη διαφθορά.
Ο νυν, ελέω ονόματος κληρονομικός, πρωθυπουργός που είχε ως κεντρικό συμβουλό του επί του πολιτισμού, στην υποτιθέμενη κοιτίδα, τον κ. Ζαχόπουλο, που με τη σειρά του είχε ως κολλητό του φίλο τον καλλιτέχνη-σκηνοθέτη της ταινίας «Η γκομενάρα από το Μέτσοβο», ο οποίος εξακολουθεί να αποτελεί μέλος κρατικών κριτικών επιτροπών.
Παλιοί και νεόκοποι ηγέτες του σοσιαλισμού, του φιλελευθερισμού, που εξακολουθούν να μιλούν με θρησκευτική προσήλωση στον –ισμό τους, αποφεύγοντας να προσδιορίσουν το συγκεκριμμένο περιεχόμενό τους, του παρελθόντος και του παρόντος, κι επίσης δεν κάνουν καμμιά ουσιώδη αναφορά σε άλλες σημαντικές παραμέτρους της κοινής πολιτικής μας ζωής.
Παλιοί και νεόκοποι επαναστάτες, μεταρρυθμιστές, λυτρωτές, εξυγιαντές, βουτηγμένοι όλοι μας λίγο ως πολύ, στην έπαρση, στην αλαζονεία, στη μισαλλοδοξία, που τσακωνόμασταν και τσακωνόμαστε για το φάρμακο, ενώ ο άρρωστος ψυχοραγεί στα χέρια μας.
Όλοι αυτοί, εμείς, που λέγαμε και λέμε, πως τίποτα δεν μπορεί να γίνει, τι να κάνεις αφού φταίει το κακό μας ριζικό ή κάποιοι άλλοι, συμμετέχοντας κι απολαμβάνοντας(;) τη σαπίλα και τη φθορά.
Κάπου μέσα στη δεκαετία του 1980 ο τότε Γερμανός Πρόεδρος Ρίχαρντ Βάϊτσέκερ είχε πεί: « Στη Γερμανία ο φασισμός κέρδισε όχι επειδή υπήρχαν πολλοί φασίστες, αλλά επειδή δεν υπήρχαν πολλοί δημοκράτες».

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

Κοινοβουλευτισμός και ολιγαρχία

Του Γιώργου Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας. Συγγραφέας του βιβλίου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», Παπαζήσης, 2007.

(Αναδημοσιεύεται από την ΕΠΟΧΗ)
Αυτό που διαπιστώνεται σήμερα από πολλές πλευρές είναι η κρίση του «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος, όπως αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί στην Δύση εδώ και δύο αιώνες. Η κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική ή οικονομική, όπως λέγεται τελευταίως, αλλά βαθύτερη: είναι κρίση δομών και θεσμών. Οι διαγνώσεις και οι αιτιολογίες ποικίλουν αναλόγως της οπτικής του εκάστοτε ερευνητή, και συνοδεύονται από προτάσεις που κυμαίνονται μεταξύ μεταρρυθμιστικών αλλαγών και ιδεολογικών δικαιολογήσεων. Μια πρόχειρη ματιά στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στην τηλεόραση κ.λπ, αρκεί για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει ένας πληθωρισμός της λέξεως «δημοκρατία» (σύγχρονη δημοκρατία, έμμεση δημοκρατία, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, κ.λπ). Αυτό ο λεκτικός πληθωρισμός αποκρύβει, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως, την ουσία ακριβώς του πολιτεύματος αυτού. Και η ουσία είναι ο βαθύς ολιγαρχικός χαρακτήρας του: οι αποφάσεις και οι νόμοι είναι αρμοδιότητα των ολίγων και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών – ο Κ. Καστοριάδης δικαίως τo αποκαλεί φιλελεύθερη ολιγαρχία.Πράγματι, στα δυτικά πολιτεύματα η ουσιαστική ρητή εξουσία ασκείται από τους ολίγους, βουλευτές και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό βεβαίως επιτυγχάνεται με την «εκουσία» εκ μέρους των ανθρώπων παραχώρηση της εξουσίας στους «αντιπροσώπους» και τα κόμματα, και η πράξη της εξουσιοδοτήσεως αυτής είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στις εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Αυτός ο «σφετερισμός» της εξουσίας από τα κόμματα επιτυγχάνεται με την ιδεολογική χειραγώγηση που αυτά κατορθώνουν να ασκούν στους ανθρώπους: έχουν καταφέρει να τους πείσουν ότι μόνο αυτά είναι ικανά να επιλύσουν τα προβλήματά τους και τα ευρύτερα προβλήματα της κοινωνίας ενώ οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα επιλύσουν. Απαλλοτρίωση κυριαρχίας Προς τον σκοπό αυτό τα κόμματα απεργάζονται παντός είδους μέσα και τεχνάσματα καθ΄ όλη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτό είναι όμως ιδιαιτέρως εμφανές στο αποκορύφωμα της ιδεολογικής και πολιτικής προπαγάνδας, στο ζενίθ της πλύσεως εγκεφάλου, δηλαδή στις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η προεκλογική διαδικασία αποκαλείται εκστρατεία, θυμίζοντας στρατιωτική και πολεμική κατάσταση. Πρόκειται ακριβώς περί εκστρατείας με όλη την σημασία της λέξεως: ο εχθρός ή ο αντίπαλος που πρέπει να νικηθεί δεν είναι το αντίπαλο κόμμα ή ο αντίπαλος υποψήφιος/συνυποψήφιος. Ο βασικός αντίπαλος είναι ουσιαστικώς οι ίδιοι οι άνθρωποι-ψηφοφόροι, που πρέπει να βομβαρδισθούν, να λεηλατηθούν, έτσι ώστε εξουθενωμένοι και καθημαγμένοι να παραδοθούν και να υποταχθούν στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Η ικανή και αναγκαία συνθήκη του ολιγαρχικού πολιτεύματος είναι αφ΄ ενός η παραίτηση, η παθητικότητα των ανθρώπων και ταυτοχρόνως η εγγενής τάση των κομμάτων να αυτοδιαιωνίζονται στην εξουσία. Η «αντιπροσώπευση» είναι, και στην θεωρία και στην πράξη, (απ)αλλοτρίωση της κυριαρχίας των ανθρώπων. Η αλλοτρίωση εννοείται υπό την νομική έννοια του όρου: μεταβίβαση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση δηλαδή κυριαρχίας από τους πολλούς προς τους ολίγους «αντιπροσώπους». Όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Καστοριάδης: «Από την στιγμή κατά την οποία, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά». H αντιπροσώπευση δημιουργεί μία «διαίρεση της πολιτικής εργασίας», διαίρεση σε κυριάρχους και κυριαρχουμένους, σε εξουσιάζοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Η διαίρεση αυτή επιτυγχάνεται συν τοις άλλοις με τις εκλογές, πράγμα το οποίο ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι και γι΄ αυτό θεωρούσαν τις εκλογές χαρακτηριστικό της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, ενώ την κλήρωσιν χαρακτηριστικό της δημοκρατίας1. Οι βουλευτές, δήμαρχοι, κ.λπ. που θεωρούνται αντιπρόσωποι των ψηφοφόρων, ουσιαστικώς είναι αντιπρόσωποι των ατομικών και κομματικών τους συμφερόντων, καθώς και των συμφερόντων των ισχυρών χρηματοδοτών τους. Η κυρίαρχη, εξ άλλου, σήμερα ιδέα ότι υπάρχουν «ειδικοί» του πολιτικού, δηλαδή «ειδικοί» του καθολικού και τεχνικοί της ολότητας «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας». Η οργάνωση και η δομή των κομμάτων αντανακλά την οργάνωση και δομή της κοινωνίας^ η αρχηγική, πυραμιδωτή, γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή τους είναι μια μικρογραφία της αντίστοιχης κοινωνικής και πολιτικής ολιγαρχικής δομής: οι ολίγοι και «εκλεκτοί» κυβερνούν και αποφασίζουν ενώ οι πολλοί τους ψηφίζουν και εκτελούν τις αποφάσεις. Τα κόμματα είναι ο κυρίαρχος και αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής του δημοσίου βίου αφού ελέγχουν ασφυκτικώς το σύνολο των ουσιαστικών κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ελέγχουν επίσης όλες τις μορφές εξουσίας και εδώ έγκειται ένα άλλο ιδεολόγημα, ένα άλλος μύθος που εντέχνως διοχετεύεται και διακατέχει τους ανθρώπους και τους υποτάσσει στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Ο μύθος αυτός είναι η λεγομένη «διάκριση ή ανεξαρτησία των τριών εξουσιών». Το ιδεολόγημα αυτό έχει δύο όψεις, τη «διάκριση» και τις «τρεις εξουσίες». Ποια διάκριση εξουσιών;Όσον αφορά τις τρεις εξουσίες –εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική – έχουν πάψει από πολλού να είναι τρεις και έχουν αυξηθεί σε πέντε τουλάχιστον άμεσα ορατές, ρητές και θεσμισμένες. Η λεγόμενη εκτελεστική δεν είναι καθόλου εκτελεστική, αλλά ασκεί ουσιαστική πρωτογενή κυβερνητική εξουσία αφού λαμβάνει τις ουσιαστικές αποφάσεις και νομοθετεί θα έπρεπε λοιπόν να λέγεται κυβερνητική εξουσία και κατά συνέπεια να αποδοθεί στην κυρίως εκτελεστική το πραγματικό της όνομα και οι δικαιοδοσίες. Αυτή αποτελείται από τους γενικούς γραμματείς, τις διοικήσεις των δημοσίων οργανισμών, των κρατικών υπηρεσιών, τραπεζών, Εφοριών, Πολεοδομίας, Αστυνομίας, Στρατού, κ.λπ, οι οποίοι όντως εκτελούν τις αποφάσεις της κυβερνήσεως. Είναι δηλαδή ο πανίσχυρος κρατικός μηχανισμός με τις πολυδαίδαλες υπηρεσίες του δια του οποίου η κυβέρνηση υλοποιεί τις αποφάσεις της και την εξουσία της. Σημειωτέον ότι η εκτελεστική εξουσία δεν εκλέγεται αλλά διορίζεται από την κυβερνητική. Και στο σημείο αυτό έχουμε έλλειμμα όχι μόνο δημοκρατίας αλλά και αντιπροσώπευσης. Αυτή λοιπόν είναι η τέταρτη εξουσία, η κυρίως εκτελεστική και διαφοροποιείται από την κυβερνητική. Αυτές μαζί με τη δικαστική (η οποία ούτε και αυτή εκλέγεται) και τη νομοθετική εξουσία αποτελούν τον συνολικό καταπιεστικό μηχανισμό. Η πέμπτη εξουσία είναι το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επεμβαίνει πια νομίμως και θεσμικώς στις εσωτερικές υποθέσεις, κατευθύνσεις και προσανατολισμούς των κρατών μελών – και δή των μικροτέρων και ασθενεστέρων – κατά ουσιαστικό, δεσμευτικό και τελεσίδικο τρόπο (με κυρώσεις παντός είδους). Θεσμισμένες και μη εξουσίεςΕκτός αυτών των εξουσιών θα πρέπει να αναφερθούν και οι παντοειδείς παράπλευρες μη ρητές εξουσίες με αποφασιστικό βάρος και ρόλο στην λήψη των κυβερνητικών και των τοπικών αποφάσεων. Μια βασική παράπλευρη εξουσία είναι ο Τύπος, τα πανίσχυρα πλέον ΜΜΕ, τα οποία διαπλέκονται στενώς και ασφυκτικώς με την κυβερνητική εξουσία, της ασκούν πιέσεις και εκβιασμούς για παραχωρήσεις παντός είδους, υπό το πρόσχημα της πληροφόρησης / ενημέρωσης και του «ελέγχου» της εξουσίας. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι η αμοιβαία καταχύρωση των αντίστοιχων συμφερόντων τους, οικονομικών και εξουσιαστικών. Το ανησυχητικό με την έκτη εξουσία είναι ότι είναι εξωθεσμική και όπως είναι εμφανέστατο δεν είναι μόνο ιδεολογική εξουσία, αλλά πολιτική και οικονομική, συνδεομένη με Τράπεζες και Χρηματιστήριο, καθώς και με παντός είδους εταιρείες και οργανισμούς. Η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα επανεισάγει με έναν άλλον τρόπο στο πολιτικό προσκήνιο την οικονομική ολιγαρχία, η οποία είναι και η ουσιαστική εξουσία και δίνει εκ τους αφανούς τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές στα δημόσια πράγματα. Τέλος, μια παράπλευρη εξουσία, που τα τελευταία έτη ανέρχεται, ιδιαιτέρως με ανησυχητικό ρυθμό και δημόσια παρουσία εν Ελλάδι, είναι η θρησκεία και η εκκλησία. Εκτός του ιδεολογικού ρόλου και της ιδεολογικής εξουσίας που ανέκαθεν ασκούσε, η εκκλησία, διεκδικεί πλέον μερίδιο και στην πολιτική εξουσία, αναδεικνυόμενη σε κράτος εν κράτει. Όσον αφορά την άλλη όψη, την «διάκριση ή ανεξαρτησία των εξουσιών», αυτή είναι ο μέγας μύθος του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού δεν υφίσταται καμιά ανεξαρτησία και αυτονομία μεταξύ των τεσσάρων ρητών θεσμισμένων εξουσιών. Πράγματι η κυβερνητική εξουσία του πλειοψηφούντος κόμματος, ελέγχει την εκτελεστική του κρατικού μηχανισμού και των υπηρεσιών, ελέγχει την νομοθετική αφού έχει την πλειοψηφία στην βουλή όπου ασκείται το νομοθετικό έργο, και, τέλος, κατά το μάλλον ή ήττον ελέγχει και την δικαστική, με τον καθορισμό του πλαισίου της λειτουργίας της και την επέμβαση στην σύνθεση των ανωτάτων δικαστικών θεσμών (λ.χ. στην Ελλάδα, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Αυτό συνεπώς που διαγράφεται ως πολιτικό τοπίο είναι ένα ιεραρχικό πλέγμα εξουσίας με υποεξουσίες και ανθυποεξουσίες ελεγχόμενες από την κεντρική κυβερνητική, η οποία ελέγχεται από την εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλες αυτές μαζί ασκούνται επί του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων, οι οποίοι ουδεμία απόφαση λαμβάνουν ουδένα νόμο ψηφίζουν και σε ουδεμία εξουσία μετέχουν – εκτελούν απλώς τις αποφάσεις και τις εντολές ως καλοί υπήκοοι. Αποκαλούνται όμως κατ΄ ευφημισμόν και καταχρηστικώς πολίτες ή αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι με αρκετή δόση αυτοϊκανοποίησης. Είναι συνεπώς λανθασμένο να χαρακτηρίζονται τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, ενώ είναι καθαρόαιμες ολιγαρχίες. Αυτό σημαίνει ότι εκτός της πολιτικής αλλοτρίωσης των ανθρώπων υπάρχει και η ιδεολογική αλλοτρίωση. Με άλλα λόγια αυτός που θεωρεί και αποκαλεί τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, έστω με ένα επίθετο της αρεσκείας του, απατά ή απατάται, τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.
1 Το επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, 4, 1294β9-11: «δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν». Για τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.